- ὑπεγείρω
- ὑπεγείρω,A rouse gradually,
ἑαυτόν Philostr.VS1.21.5
;βραχίονα Id.Im.1.24
, cf. Ael.NA6.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑαυτόν Philostr.VS1.21.5
;βραχίονα Id.Im.1.24
, cf. Ael.NA6.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεγείρω — Α [ἐγείρω] 1. σηκώνω λιγάκι («ὑπεγείρων τὸ οὖς», Φιλόστρ.) 2. διεγείρω, ξεσηκώνω σταδιακά («ἐαυτὸν ὑπεγείρων καὶ τοὺς ἀκροωμένους», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek